προανατέλλοντα

προανατέλλοντα
προανατέλλοντα , πρό-ἀνατέλλω
make to rise up
pres part act neut nom/voc/acc pl
προανατέλλοντα , πρό-ἀνατέλλω
make to rise up
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προανατέλλω — Α 1. (για αστέρα) ανατέλλω πρωτύτερα («προανατέλλει τοῡ ἡλίου», Γέμιν.) 2. εγείρομαι πρώτος 3. προπορεύομαι 4. βλαστάνω εκ νέου («ξηρανθήσεται πάντα τὰ προανατέλλοντα αὐτῆς», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”